Περπατούσε στο δρόμο με βήμα νευρικό και βλέμμα απλανές.
– Και τώρα τι κάνουμε;
– Τι εννοείς;
– Ήταν μία απλή ερώτηση. Και τώρα τι κάνουμε;
– Πάμε σπίτι.
– Μετά απ’ ότι έγινε;
– Βεβαίως.
– Και τι θα πεις στον άντρα σου;
– Τίποτα.
– Τίποτα;
– Ναι.
Άνοιξε το αυτοκίνητο, μπήκε μέσα, τακτοποιήθηκε, άναψε την μηχανή, ξεκίνησε. Έβαλε στο ραδιόφωνο δυνατά την μουσική.
– Χαμήλωσέ το λίγο. Θέλω να σου μιλήσω.
– Εγώ δεν θέλω.
– Θα με ακούσεις.
– Δεν θέλω.
– Είσαι ξεροκέφαλη.
– Το ξέρω.
– Εγώ θα σου μιλήσω.
– Ποιος είναι ο ξεροκέφαλος τώρα;
– Μην πας να ξεφύγεις.
– Δεν θέλω να σε ακούσω.
– Εγώ θα τα πω, κι’ ας μην με ακούσεις.
– Ωραία λοιπόν. Λέγε.
– Δεν μου απάντησες. Τι θα πεις στον άντρα σου;
– Τίποτα.
– Πως θα μπορέσεις;
– Όπως μπορεί κι αυτός. Θα είμαι απαθής.
– Μα, η κατάσταση αυτή δεν έχει καμία σχέση με ότι έχεις κάνει μέχρι τώρα. Κοιμήθηκες με άλλο άντρα. Τον απάτησες. Πως θα μπορέσεις να τον ξανακοιτάξεις στα μάτια;
– Όπως πάντα.
– Έχεις γίνει εντελώς ξετσίπωτη ή εμένα μου φαίνεται;
– Να σου κάνω μία ερώτηση;
– Λέγε.
– Ποιος με ώθησε σ’ αυτή την κίνηση;
– Μην προσπαθείς να βρεις άλλοθι.
– Δεν προσπαθώ να βρω κανένα άλλοθι. Ξέρω τι μου γίνεται. Και επειδή ξέρω τι μου γίνεται, έκανα ότι έκανα. Για πες μου κάτι; Μέχρι πότε θα περιμένω τον κύριο άντρα μου να με ακουμπήσει και να με κάνει να νοιώσω γυναίκα; Ξέρεις ότι έχουν περάσει 10 μήνες και δεν με έχει ακουμπήσει; Ούτε καν ‘χέρι’ δεν μου έχει βάλει;
– Το ξέρω.
– Και συνεχίζεις να με ρωτάς πως το έκανα;
– Ναι.
– Δεν πας καλά.
– Και πας εσύ;
– Εγώ, πρέπει να είμαι αυτή που θα κρατάει τις ισορροπίες σου. Αυτή που θα σε επαναφέρει στον σωστό δρόμο.
– Και σωστός δρόμος είναι αυτός που θα πρέπει εγώ να μένω ανέγγιχτη για 10 και βάλε μήνες;
– Ακριβώς.
– Δεν πας καλά.
– Το ξαναείπες.
– Και θα το ξαναπώ.
– Θα γυρίσουν και θα πουν διάφορα για σένα. Θα σε πουν ‘πουτάνα’ και ‘τσούλα’.
– Τόσο καιρό το έλεγαν χωρίς να έχω κάνει τίποτα. Ε, τώρα ας έχουν και χειροπιαστές αποδείξεις. Τους βαρέθηκα όλους. Τ’ ακούς; Όλους.
– Εσύ μπορεί να τους βαρέθηκες, αλλά αυτοί είναι εκεί. Σε περιμένουν να σε κατασπαράξουν. Ούτε οι ίδιοι οι γονείς σου δεν θα καταλάβουν. Ούτε η μάνα σου, ούτε ο πατέρας σου. Και πως θα μπορούσαν άλλωστε, αφού αυτοί έζησαν μία ζωή μέσα στην υποκρισία και στο ψέμα. Για τα μάτια του κόσμου τα πάντα.
– Αυτό λέω και ‘γώ. Βαρέθηκα πια. Τους σιχάθηκα όλους.
– Πρόσεχε, παραλίγο να τρακάρεις.
Η στρέψη του τιμονιού απότομη. Απέφυγε το προπορευόμενο αυτοκίνητο που σταμάτησε απότομα και επέστρεψε στον δρόμο της.
– Είδες τι πήγα να πάθω; Μου πιπιλίζεις το μυαλό και χάνω την αυτοσυγκέντρωσή μου.
– Ναι, πες ότι σου φταίω εγώ τώρα; Και όχι ο παίδαρος που πέρασες τις προηγούμενες 2 ώρες μαζί του;
– Τα παραλές. Όχι και παίδαρος ο Αντρέας. Καλοβαλμένος.
– Καλοβαλμένος αυτός ή εσύ βολεύτηκες μια χαρά;
– Ναι. Δεν έχω παράπονο. Ντούρος ο Αντρέας. Με έστειλε αδιάβαστη.
– Τουλάχιστον, το ευχαριστήθηκες.
– Το καλό να λέγεται.
Δεν άργησε να φτάσει σπίτι. Πάρκαρε μπροστά στην πολυκατοικία που έμενε, έκλεισε το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Μπήκε μέσα, ανέβηκε στον 4ο και μπήκε στο διαμέρισμα. Εκεί, σε μία πολυθρόνα, αντίκρισε τον άντρα της.
– Καλώς την.
– Γεια.
– Τι έγινε; Δεν πέρασες καλά εκεί που ήσουν;
– Μια χαρά πέρασα, αλλά κράτησε λίγο.
– Θα ξαναπάς;
– Αναμφίβολα.
– Χαίρομαι που πέρασες καλά. Έχει τίποτα να φάμε;
– Όχι. Δεν πρόλαβα να ετοιμάσω τίποτα. Να παραγγείλουμε κάτι απ’ έξω.
– Τι λες για πίτσα;
– Όχι, παχαίνει. Καμιά μπριζόλα στα κάρβουνα με σαλάτα.
– Εντάξει. Θα παραγγείλω.
– Εγώ πάω για ένα μπάνιο.
– Μέχρι να βγεις θα έχουν έρθει.
Γδύθηκε και μπήκε στην μπανιέρα.
– Είδες πόσο εύκολο ήταν;
– Σε παραδέχομαι φιλενάδα. Τι ώρα είπαμε αύριο με τον Αντρέα;
– Την ίδια. Στις 5. Bλέπεις, αργεί να σχολάσει ο γλυκός μου.
Το νερό κάλυψε τις σκέψεις της. Θα τις ξανάβρισκε εκεί, όταν τελείωνε. Αν και είχε αποφασίσει για σήμερα, να μην σκεφτεί άλλο…
(‘Teddy’ by William Whitaker)